posé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- posé < poser
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | posé | posés |
θηλυκό | posée | posées |
posé (fr) αρσενικό
- Un homme posé. Ένας μετρημένος άνθρωπος.