posé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- posé < poser
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | posé | posés |
θηλυκό | posée | posées |
posé (fr) αρσενικό
- Un homme posé. Ένας μετρημένος άνθρωπος.