povo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | povo | povoj |
αιτιατική | povon | povojn |
povo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | povo | povoj |
αιτιατική | povon | povojn |
povo (eo)