prébendé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- prébendé < prébende
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʁe.bɑ̃.de/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prébendé | prébendés |
θηλυκό | prébendée | prébendées |
prébendé (fr)
- που προσκομίζει μια πρόσοδο