Μετάβαση στο περιεχόμενο

prétention

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
prétention < λατινική praetentus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pre.tɑ̃.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
prétention prétentions

prétention (fr) θηλυκό

  1. η αξίωση
  2. ο ισχυρισμός
  3. η σπουδαιοφάνεια
  4. η αλαζονεία

Συγγενικά

[επεξεργασία]