prema
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prema | premaj |
αιτιατική | preman | premajn |
prema (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prema | premaj |
αιτιατική | preman | premajn |
prema (eo)