prenable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
prenable prenables

Επίθετο

[επεξεργασία]

prenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (για πόλη, οχυρό, κ.λπ.) που μπορεί να καταληφθεί
  2. (μεταφορικά) που μπορεί να διαφθαρεί, να δωροδοκηθεί

Αντώνυμα

[επεξεργασία]