prenable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prenable | prenables |
Επίθετο
[επεξεργασία]prenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (για πόλη, οχυρό, κ.λπ.) που μπορεί να καταληφθεί
- (μεταφορικά) που μπορεί να διαφθαρεί, να δωροδοκηθεί