present imperfect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
present imperfect (en) (μη μετρήσιμο)
- (γραμματική) ο ενεστώτας (χρόνος) που δηλώνει κάτι που γίνεται κατ' εξακολούθηση στο παρόν
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο present continuous