present imperfect
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]present imperfect (en) (μη μετρήσιμο)
- (γραμματική) ο ενεστώτας (χρόνος) που δηλώνει κάτι που γίνεται κατ' εξακολούθηση στο παρόν
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο present continuous