prieuré

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
prieuré prieurés

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

prieuré (fr) αρσενικό

  1. (χριστιανισμός) το μοναστήρι, η μονή
  2. η κατοικία του ηγούμενου

Συγγενικά[επεξεργασία]