Μετάβαση στο περιεχόμενο

privilège

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: privilege

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
privilège privilèges

privilège (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]