privilège
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
privilège | privilèges |
privilège (fr) αρσενικό
- το προνόμιο
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
privilège | privilèges |
privilège (fr) αρσενικό