privilégié
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | privilégié | privilégiés |
θηλυκό | privilégiée | privilégiées |
privilégié (fr)
Επίθετο[επεξεργασία]
privilégié (fr)