problema

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλικιανά (gl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

problema (gl)



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

problema < problem- + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική problema problemaj
αιτιατική probleman problemajn

problema (eo)



Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
problema problemas

problema (es) αρσενικό



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
problema problemi

problema (it)



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

problema (ca)



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
problema problemas

problema (pt) αρσενικό