procuratie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
procuratie procuraties

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

procuratie (fr) θηλυκό

  1. στη βενετική δημοκρατία, το παλάτι των προκουρατόρων
  2. (κατ’ επέκταση) ο τίτλος και η λειτουργία του προκουράτορα

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη procurer