profissional
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
profissional (pt)
- επαγγελματικός, σχετικός με επάγγελμα
- ο καλός επαγγελματίας, που δεν είναι ερασιτέχνης
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
profissional | profissionais |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
profissional (pt)