profissional

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

profissional (pt) profissão

Επίθετο

[επεξεργασία]

profissional (pt)

  1. επαγγελματικός, σχετικός με επάγγελμα
  2. ο καλός επαγγελματίας, που δεν είναι ερασιτέχνης
ενικός πληθυντικός
profissional profissionais

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

profissional (pt)