propósito
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
propósito | propósitos |
propósito (pt) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
propósito | propósitos |
propósito (pt) αρσενικό