pruntovorto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pruntovorto < prunto + vorto

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική pruntovorto pruntovortoj
αιτιατική pruntovorton pruntovortojn

pruntovorto (eo)