vorto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vorto | vortoj |
αιτιατική | vorton | vortojn |
vorto (eo)
- η λέξη
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ίντο (io)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vorto (io)
- η λέξη