pull over
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | pull over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pulls over |
αόριστος | pulled over |
παθητική μετοχή | pulled over |
ενεργητική μετοχή | pulling over |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
pull over (en)
- κάνω στην άκρη, προχωρώ στην άκρη του δρόμου για να σταματήσω ή να αφήσω κάποιον να περάσει
- ↪ Pull over and let him pass.
- Κάνε στην άκρη κι άσ' τον να περάσει.
- ↪ Pull over and let him pass.
Πηγές[επεξεργασία]
- pull over - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη