quadrillage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
quadrillage | quadrillages |
quadrillage (fr) αρσενικό
- η διαίρεση μιας επιφάνειας σε τετραγωνάκια
- το χτένισμα μιας ανασφαλούς περιοχής από αστυνομικές ή στρατιωτικές δυνάμεις
- η εγκατάσταση ενός δικτύου εμπορικών καταστημάτων ή άλλων υπηρεσιών σε μια δεδομένη γεωγραφική ζώνη