récolte
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
récolte | récoltes |
récolte (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
récolte | récoltes |
récolte (fr) θηλυκό