rédac

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rédac < rédaction

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rédac rédacs

rédac (fr) θηλυκό

  1. η έκθεση (το σχολικό μάθημα)
  2. ομάδα σύνταξης (μιας εφημερίδας)