rédac
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rédac < rédaction
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rédac | rédacs |
rédac (fr) θηλυκό
- (οικείο)
ενικός | πληθυντικός |
rédac | rédacs |
rédac (fr) θηλυκό