répétitif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- répétitif < → δείτε τις λέξεις répétition και -if
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁe.pe.ti.tif/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | répétitif | répétitifs |
θηλυκό | répétitive | répétitives |
répétitif (fr)