αλλεπάλληλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλεπάλληλος < (ελληνιστική κοινή) ἀλλεπάλληλος
Επίθετο[επεξεργασία]
αλλεπάλληλος (πιο συχνό στον πληθυντικό)
- ο απανωτός, ο ένας μετά τον άλλο, ο επαναλαμβανόμενος αδιάκοπα, χωρίς διακοπή, συνήθως για κάτι δυσάρεστο ή που καταντά δυσάρεστο λόγω της επιμονής
- Ο αλλεπάλληλος δανεισμός
- Οι αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί, πόντοι, δανεισμοί, τραυματισμοί
- Οι αλλεπάλληλες βολές, αναποδιές, ενοχλήσεις, πιέσεις, μηνύσεις, ανατιμήσεις, πυρκαϊές
- τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της μοίρας, μπουμπουνητά, τηλεφωνήματα, κρούσματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλεπάλληλος
ripetitivo, continuo