repeated

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός repeated
συγκριτικός more repeated
υπερθετικός most repeated

Επίθετο

[επεξεργασία]

repeated (en)

  1. επαναλαμβανόμενος
  2. (μαθηματικά, για ρητό αριθμό) επαναλαμβανόμενος (περιοδικά)
    . The number 3 repeats indefinitely (=0,3333...)
     αντώνυμα: terminated

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

repeated (en)