repeated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | repeated |
συγκριτικός | more repeated |
υπερθετικός | most repeated |
Επίθετο
[επεξεργασία]repeated (en)
- επαναλαμβανόμενος
- (μαθηματικά, για ρητό αριθμό) επαναλαμβανόμενος (περιοδικά)
- ↪ . The number 3 repeats indefinitely (=0,3333...)
- ≠ αντώνυμα: terminated
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]repeated (en)