repeated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
repeated (en)
- αόριστος και παθητική μετοχή του ρήματος repeat
Επίθετο[επεξεργασία]
repeated (en)
- επαναλαμβανόμενος
- (μαθηματικά, για ρητό αριθμό) επαναλαμβανόμενος (περιοδικά)
- ↪ . The number 6 repeats indefinitely (=0,6666...)
- ≠ αντώνυμα: terminated