Μετάβαση στο περιεχόμενο

repeatedly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός repeatedly
συγκριτικός more repeatedly
υπερθετικός most repeatedly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
repeatedly < repeated + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

repeatedly (en)

  • επανειλημμένα, επανειλημμένως
      I have warned you repeatedly but you continue the same tactics.
    Σας έχω επανειλημμένα προειδοποιήσει αλλά συνεχίζετε την ίδια τακτική.
      I have repeatedly pointed out the need for providing clear guidance.
    Έχω επανειλημμένως επισημαίνει την ανάγκη παροχής σαφούς καθοδήγησης.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]