Μετάβαση στο περιεχόμενο

repeat

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
repeat repeats

repeat (en)

ενεστώτας repeat
γ΄ ενικό ενεστώτα repeats
αόριστος repeated
παθητική μετοχή repeated
ενεργητική μετοχή repeating

repeat (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]