repeat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
repeat | repeats |
repeat (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | repeat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | repeats |
αόριστος | repeated |
παθητική μετοχή | repeated |
ενεργητική μετοχή | repeating |
repeat (en)
- επαναλαμβάνω
- ↪ History repeats itself/is repeated.
- Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
- ↪ History repeats itself/is repeated.