rétrécissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rétrécissement < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁe.tʁe.si.smɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rétrécissement rétrécissements

rétrécissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]