στένεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈste.ne.ma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στένεμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στενεύω