rúcho
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rúcho < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *ruxo (πρόελευση των λέξεων ροῦχον και ρούχο)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rúcho (sk) ουδέτερο
- (λόγιο, επίσημο) το τελετουργικό ή εορταστικό ρούχο όπως το άμφιο, η ενδυμασία δικαστού κ.λπ.
Κλίση[επεξεργασία]
- κλιτικοί τύποι:
rúcho (ονομαστική ενικού)
rúcha (ονομαστική πληθυντικού)
rúcha (γενική ενικού)
rúch (γενική πληθυντικού)
→ δείτε rúcho (Slovenčina) στο σλοβακικό Βικιλεξικό