ροῦχον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ροῦχον | τὰ | ροῦχα | ||||
γενική | τοῦ | ρούχου | τῶν | ρούχων | ||||
δοτική | τῷ | ρούχῳ | τοῖς | ρούχοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ροῦχον | τὰ | ροῦχα | ||||
κλητική ὦ! | ροῦχον | ροῦχα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ροῦχον < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ροῦχον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροῦχον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη ρούχο
- ※ Θέλετε νὰ τὸ εἰδῆτε καθαρὰ ὅτι δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Εὐρωπαῖον τὸ ροῦχον;
- Περικλής Γιαννόπουλος, Η ξενομανία, Ὁ Νουμᾶς, ἀρ. 5, 16-1-1903
- ※ Θέλετε νὰ τὸ εἰδῆτε καθαρὰ ὅτι δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Εὐρωπαῖον τὸ ροῦχον;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροῦχον
→ δείτε τη λέξη ρούχο |