răpciune
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]răpciune (ro) θηλυκό
- ο μήνας Σεπτέμβριος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του răpciune
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o răpciune | răpciunea | nişte răpciuni | răpciunile |
γενική | a unei răpciuni | răpciunii | a unor răpciuni | răpciunilor |
δοτική | a unei răpciuni | răpciunii | a unor răpciuni | răpciunilor |
αιτιατική | o răpciune | răpciunea | nişte răpciuni | răpciunile |
κλητική | — | - | — | - |