racetrack

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
racetrack racetracks

Ετυμολογία [επεξεργασία]

racetrack < race + track

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

racetrack (en)

  1. η πίστα για αγώνες με δρομείς, αυτοκίνητα, ποδήλατα κτλ.
    a motorcycle racetrack - πίστα αγώνων μοτοσικλετών
  2. (αμερικανική σημασία) το ιπποδρόμιο, η πίστα ιπποδρομιών
    The racetrack has an oval track, which has a length of 2000 meters.
    Το ιπποδρόμιο διαθέτει μία οβάλ πίστα, η οποία έχει μήκος 2000 μέτρων.
     συνώνυμα: racecourse (βρετανικά αγγλικά)

Πηγές[επεξεργασία]