rack

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rack racks

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rack (en)

  • (συχνά σε σύνθετα) η θήκη, η κρεμάστρα, η σχάρα, εξοπλισμός, συνήθως κατασκευασμένος από μεταλλικές ή ξύλινες ράβδους, που χρησιμοποιείται για το συγκράτηση αντικειμένων ή για το κρέμασμα πραγμάτων
    ⮡  spice racks - θήκες μπαχαρικών
    ⮡  a cupboard dish rack - πιατοθήκη ντουλαπιού
    ⮡  a shoe rack - παπουτσοθήκη
    ⮡  a bathroom towel rack - πετσετοθήκη/πετσετοκρεμάστρα μπάνιου
    ⮡  a standing metal clothes rack - κρεμάστρα δαπέδου από μέταλλο για ρούχα
    ⮡  an aluminum car roof rack - σχάρα οροφής αυτοκινήτου αλουμινίου
    ⮡  a metal non-stick baking rack - μεταλλική σχάρα ψησίματος αντικολλητική