racy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | racy |
συγκριτικός | racier |
υπερθετικός | raciest |
Επίθετο
[επεξεργασία]racy (en)
- πικάντικος, πιπεράτος, που έχει ένα στυλ που είναι συναρπαστικό και διασκεδαστικό, μερικές φορές με τρόπο που συνδέεται με το σεξ