rançon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rançon rançons

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rançon (fr) θηλυκό

  1. τα λύτρα
  2. (μεταφορικά) το τίμημα, με αρνητική έννοια, το κόστος που πρέπει να καταβάλει κάποιος για να πετύχει κάτι
    la rançon du succès est lourde - το τίμημα για να πετύχει κανείς (στη ζωή του) είναι βαρύ

Συγγενικά[επεξεργασία]