reappraise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | reappraise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reappraises |
αόριστος | reappraised |
παθητική μετοχή | reappraised |
ενεργητική μετοχή | reappraising |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
- (μεταβατικό) επανεξετάζω, σκέφτομαι ξανά την αξία ή τη φύση κάποιου ή κάτι για να δω αν πρέπει να αλλάξει η γνώμη μου για αυτό
- ↪ The residents of the area are asking for their case to be reappraised.
- Οι κάτοικοι της περιοχής ζητούν να επανεξεταστεί η περίπτωσή τους.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reconsider
- ↪ The residents of the area are asking for their case to be reappraised.