Μετάβαση στο περιεχόμενο

recap

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
recap < περικοπή του recapitulate (< re- + capitulate)
ενεστώτας recap
γ΄ ενικό ενεστώτα recaps
αόριστος recapped
παθητική μετοχή recapped
ενεργητική μετοχή recapping

recap (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • ανακεφαλαιώνω, συνοψίζω, επαναλαμβάνω συνοπτικά τα βασικά σημεία από ό,τι έχει λεχθεί προηγουμένως
      Let’s recap each of these kinds of measures.
    Ας ανακεφαλαιώσουμε καθένα από αυτά τα είδη μέτρων.

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
recap <  δείτε τις λέξεις re- και capacitor

recap (en)