recht
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- recht < συγγενές με το αγγλικό right
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
recht (de)
- δεξιός
- die rechte Hand - το δεξί χέρι
- σωστός, κατάλληλος, ορθός
- auf dem rechten Weg - στον σωστό δρόμο
- δίκαιος
- (πολιτική) δεξιός
- eine rechte Zeitung - μια δεξιά εφημερίδα
- (γεωμετρία) ορθός, ενενήντα μοιρών
- ein rechter Winkel - μια ορθή γωνία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]