Recht
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Recht | Rechte |
γενική | Recht(e)s | Rechte |
δοτική | Recht(e) | Rechten |
αιτιατική | Recht | Rechte |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Recht < συγγενές με το αγγλικό right
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Recht (de) ουδέτερο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Recht haben: έχω δίκιο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]