Recht
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Recht | die | Rechte |
γενική | des | Rechts Rechtes |
der | Rechte |
δοτική | dem | Recht Rechte |
den | Rechten |
αιτιατική | das | Recht | die | Rechte |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Recht < συγγενές με το αγγλικό right
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Recht (de) ουδέτερο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Recht haben: έχω δίκιο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Recht αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Recht < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Recht αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]