Recht

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: recht

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Recht die Rechte
γενική des Rechts
Rechtes
der Rechte
δοτική dem Recht
Rechte
den Rechten
αιτιατική das Recht die Rechte

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Recht < συγγενές με το αγγλικό right

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Recht (de) ουδέτερο

  1. το δίκαιο
  2. το δικαίωμα
    das Recht auf Freiheit - το δικαίωμα στην ελευθερία

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]


Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Recht αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Recht < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Recht αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]