refrigerate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | refrigerate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | refrigerates |
αόριστος | refrigerated |
παθητική μετοχή | refrigerated |
ενεργητική μετοχή | refrigerating |
Ρήμα[επεξεργασία]
refrigerate (en)
- καταψύχω, διατηρώ κάτι ψυχρός
- ↪ keep refrigerated under -18° C - διατηρήστε (το) κάτω από τους -18° C