refuelling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
refuelling refuellings

refuelling (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

refuelling (en)