refuelling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
refuelling | refuellings |
refuelling (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]refuelling (en)
ενικός | πληθυντικός |
refuelling | refuellings |
refuelling (en)
refuelling (en)