Μετάβαση στο περιεχόμενο

regulo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
regulo < regul- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική reguloreguloj
αιτιατική regulonregulojn

regulo (eo)

  1. ο κανόνας
  2. (στον πληθυντικό) ο κανονισμός
    la reguloj de la flugkompanio - ο κανονισμός της αεροπορικής εταιρείας