regulo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | regulo | reguloj |
αιτιατική | regulon | regulojn |
regulo (eo)
- ο κανόνας
- (στον πληθυντικό) ο κανονισμός
- la reguloj de la flugkompanio - ο κανονισμός της αεροπορικής εταιρείας