rehearsal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rehearsal rehearsals

Προφορά[επεξεργασία]

/rɪˈhəːs(ə)l/

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rehearsal < rehearse + -al

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rehearsal (en)

  1. η δοκιμή, η πρόβα
    The students are doing rehearsals for the parade.
    Οι μαθητές κάνουν δοκιμές για την παρέλαση.
    The theater is closed while rehearsals are going on.
    Tο θέατρο αργεί όσο διαρκούν οι δοκιμές.
  2. η άσκηση, η εξάσκηση

Πηγές[επεξεργασία]