πρόβα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόβα | οι | πρόβες |
γενική | της | πρόβας | — | |
αιτιατική | την | πρόβα | τις | πρόβες |
κλητική | πρόβα | πρόβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρόβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική prova < provare < λατινική probare (τεστάρω) < probus (καλός, ενάρετος)

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρόβα θηλυκό
- η δοκιμή που γίνεται πριν την τελική παρουσίαση ενός θέματος (θέατρου, τραγουδιού, ομιλίας, κτ...)
- (ειδικότερα) η δοκιμή ρούχου, όταν ράβεται κατά παραγγελία
- κάθε δοκιμή
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)