practice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
practice | practices |
practice (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άσκηση, η εξάσκηση, η προπόνηση, κάνω μια δραστηριότητα τακτικά ώστε να μπορώ να βελτιώσω τις ικανότητές μου· ο χρόνος που περνάω για να το κάνω αυτό
- ↪ The piano requires a lot of practice.
- Το πιάνο θέλει πολλή άσκηση.
- ↪ It takes years of practice to learn…
- Χρειάζονται χρόνια άσκησης για να μάθεις…
- ↪ How many hours of practice do you do a day?
- Πόσες ώρες άσκηση κάνεις την ημέρα;
- ↪ The violin requires daily practice.
- Το βιολί θέλει καθημερινή εξάσκηση.
- ↪ The injured footballer didn’t participate at practice.
- Ο τραυματισμένος ποδοσφαιριστής δε συμμετείχε στην προπόνηση.
- ↪ The piano requires a lot of practice.
- (μη μετρήσιμο) η πρακτική, η πράξη, δράση και όχι ιδέες
- ↪ What counts is practice, not theory.
- Η πρακτική κι όχι η θεωρία έχει σημασία.
- ↪ In their proclamations they present themselves as democrats, but in practice they are authoritarian.
- Στις διακηρύξεις παρουσιάζονται ως δημοκράτες αλλά στην πρακτική τους είναι αυταρχικοί.
- ↪ In theory it sounds good, but in practice it might not be.
- Στη θεωρία φαίνεται καλό, αλλά στην πράξη μπορεί να μην είναι.
- ↪ the way in which a theory/a principle is put into practice - ο τρόπος με τον όποιο εφαρμόζεται μια θεωρία/αρχή
- ↪ What counts is practice, not theory.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συνήθεια, το έθιμο, ένας τρόπος να κάνει κάτι που είναι ο συνήθης ή αναμενόμενος τρόπος σε μια συγκεκριμένη οργάνωση ή κατάσταση
- ↪ the practice of closing stores on Sunday - η συνήθεια να κλείνουν τα μαγαζιά την Κυριακή
- ↪ That’s standard practice in Japan.
- Αυτό είναι γενική συνήθεια στην Ιαπωνία.
- ↪ Cremation of the dead is a practice that we also find in Greek antiquity.
- Η καύση των νεκρών είναι μια συνήθεια που τη συναντούμε και στην ελληνική αρχαιότητα.
- ↪ He adapted easily to the practices in his new country.
- Προσαρμόστηκε εύκολα στις συνήθειες της καινούριας πατρίδας του.
- ↪ Christian practices - Χριστιανικά έθιμα
- ↪ commercial practices - εμπορικά έθιμα
- (μετρήσιμο) η πράξη, η συνήθεια, κάτι που γίνεται τακτικά
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άσκηση, η πελατεία, η εργασία ή η επιχείρηση ορισμένων επαγγελματιών, όπως γιατρών, οδοντιάτρων και δικηγόρων· το μέρος όπου εργάζονται
- ↪ the practice of medicine - η άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος
- ↪ a doctor/lawyer with a large practice - γιατρός/δικηγόρος με μεγάλη πελατεία
- ↪ The doctor’s practice was in decline.
- Κόπηκε η πελατεία του γιατρού.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | practice |
γ΄ ενικό ενεστώτα | practices |
αόριστος | practiced |
παθητική μετοχή | practiced |
ενεργητική μετοχή | practicing |
practice (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εξασκώ, γυμνάζω, ασκώ, κάνω μια δραστηριότητα ή προπονούμαι τακτικά ώστε να μπορώ να βελτιώσω τις ικανότητες μου
- ↪ I practice the piano five hours a day.
- Εξασκούμαι/γυμνάζομαι στο πιάνο πέντε ώρες την ημέρα.
- ↪ He needs to practice his French a little.
- Πρέπει να εξασκήσει λίγο τα γαλλικά του.
- ↪ I practice fencing.
- Ασκούμαι στην ξιφομαχία.
- ↪ The athlete/the team practiced on the field.
- Ο αθλητής/η ομάδα προπονήθηκε στο γήπεδο.
- ↪ She’s been looking after her sister’s baby from time to time; she’s practicing to be a mom.
- Κρατάει το μωρό της αδερφής της πού και πού· προπονείται για μαμά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exercise
- ↪ I practice the piano five hours a day.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ασκώ, εργάζομαι ως γιατρός, δικηγόρος κτλ.
- ↪ I practice medicine/law.
- Ασκώ την ιατρική/τη δικηγορία.
- ↪ I practice medicine/law.
- (μεταβατικό, επίσημο) συνηθίζω να, κάνω κάτι τακτικά ως μέρος της κανονικής μου συμπεριφοράς
- ↪ I am practicing getting up early.
- Συνηθίζω να σηκώνομαι πρωί.
- ↪ I am practicing getting up early.
Πηγές
[επεξεργασία]- practice (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- practice (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 130-131, 131, 201, 260, 302, 348, 679, 731, 849. ISBN 9780194325684., λήμμα: άσκηση, ασκώ, γυμνάζω, έθιμο, εξασκώ, εξάσκηση, εφαρμόζω, πελατεία, πρακτική, πράξη, συνήθεια