practice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
practice practices

practice (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άσκηση, η εξάσκηση, η προπόνηση, κάνω μια δραστηριότητα τακτικά ώστε να μπορώ να βελτιώσω τις ικανότητές μου· ο χρόνος που περνάω για να το κάνω αυτό
    The piano requires a lot of practice.
    Το πιάνο θέλει πολλή άσκηση.
    It takes years of practice to learn…
    Χρειάζονται χρόνια άσκησης για να μάθεις…
    How many hours of practice do you do a day?
    Πόσες ώρες άσκηση κάνεις την ημέρα;
    The violin requires daily practice.
    Το βιολί θέλει καθημερινή εξάσκηση.
    The injured footballer didn’t participate at practice.
    Ο τραυματισμένος ποδοσφαιριστής δε συμμετείχε στην προπόνηση.
  2. (μη μετρήσιμο) η πρακτική, η πράξη, δράση και όχι ιδέες
    What counts is practice, not theory.
    Η πρακτική κι όχι η θεωρία έχει σημασία.
    In their proclamations they present themselves as democrats, but in practice they are authoritarian.
    Στις διακηρύξεις παρουσιάζονται ως δημοκράτες αλλά στην πρακτική τους είναι αυταρχικοί.
    In theory it sounds good, but in practice it might not be.
    Στη θεωρία φαίνεται καλό, αλλά στην πράξη μπορεί να μην είναι.
    the way in which a theory/a principle is put into practice - ο τρόπος με τον όποιο εφαρμόζεται μια θεωρία/αρχή
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συνήθεια, το έθιμο, ένας τρόπος να κάνει κάτι που είναι ο συνήθης ή αναμενόμενος τρόπος σε μια συγκεκριμένη οργάνωση ή κατάσταση
    the practice of closing stores on Sunday - η συνήθεια να κλείνουν τα μαγαζιά την Κυριακή
    That’s standard practice in Japan.
    Αυτό είναι γενική συνήθεια στην Ιαπωνία.
    Cremation of the dead is a practice that we also find in Greek antiquity.
    Η καύση των νεκρών είναι μια συνήθεια που τη συναντούμε και στην ελληνική αρχαιότητα.
    He adapted easily to the practices in his new country.
    Προσαρμόστηκε εύκολα στις συνήθειες της καινούριας πατρίδας του.
    Christian practices - Χριστιανικά έθιμα
    commercial practices - εμπορικά έθιμα
  4. (μετρήσιμο) η πράξη, η συνήθεια, κάτι που γίνεται τακτικά
    I will make it a practice of mine to get up early.
    Θα το κάνω πράξη να σηκώνομαι νωρίς.
    Don’t make it a practice of being late.
    Μην το πάρεις συνήθεια ν' αργείς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη habit
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άσκηση, η πελατεία, η εργασία ή η επιχείρηση ορισμένων επαγγελματιών, όπως γιατρών, οδοντιάτρων και δικηγόρων· το μέρος όπου εργάζονται
    the practice of medicine - η άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος
    a doctor/lawyer with a large practice - γιατρός/δικηγόρος με μεγάλη πελατεία
    The doctor’s practice was in decline.
    Κόπηκε η πελατεία του γιατρού.
ενεστώτας practice
γ΄ ενικό ενεστώτα practices
αόριστος practiced
παθητική μετοχή practiced
ενεργητική μετοχή practicing

practice (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) εξασκώ, γυμνάζω, ασκώ, κάνω μια δραστηριότητα ή προπονούμαι τακτικά ώστε να μπορώ να βελτιώσω τις ικανότητες μου
    I practice the piano five hours a day.
    Εξασκούμαι/γυμνάζομαι στο πιάνο πέντε ώρες την ημέρα.
    He needs to practice his French a little.
    Πρέπει να εξασκήσει λίγο τα γαλλικά του.
    I practice fencing.
    Ασκούμαι στην ξιφομαχία.
    The athlete/the team practiced on the field.
    Ο αθλητής/η ομάδα προπονήθηκε στο γήπεδο.
    She’s been looking after her sister’s baby from time to time; she’s practicing to be a mom.
    Κρατάει το μωρό της αδερφής της πού και πού· προπονείται για μαμά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exercise
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ασκώ, εργάζομαι ως γιατρός, δικηγόρος κτλ.
    I practice medicine/law.
    Ασκώ την ιατρική/τη δικηγορία.
  3. (μεταβατικό, επίσημο) συνηθίζω να, κάνω κάτι τακτικά ως μέρος της κανονικής μου συμπεριφοράς
    I am practicing getting up early.
    Συνηθίζω να σηκώνομαι πρωί.