repairwoman

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
repairwoman repairwomen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
repairwoman < repair + woman

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

repairwoman (en) (αρσενικό repairman)