reproduce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | reproduce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reproduces |
αόριστος | reproduced |
παθητική μετοχή | reproduced |
ενεργητική μετοχή | reproducing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
reproduce (en)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- reproduce - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- reproduce - Oxford Learner's Dictionaries