restricted
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]restricted (en)
Επίθετο
[επεξεργασία]restricted (en)
- περιορισμένος
- προορισμένος για συγκεκριμένη χρήση
- διαβάθμιση εμπιστευτικότητας εγγράφου που δεν είναι επακριβώς απόρρητο