rigidité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rigidité rigidités

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rigidité (fr) θηλυκό

  1. η ακαμψία, η δυσκαμψία
  2. (μεταφορικά) το ανένδοτο ενός χαρακτήρα
  3. (κατ’ επέκταση) η οπισθοδρομικότητα

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη rigide