δυσκαμψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσκαμψία < δύσκαμπτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσκαμψία θηλυκό
- (ιατρική) η δυσκολία στην κάμψη, στο λύγισμα
- η δυσκαμψία των αρθρώσεων μπορεί να είναι σημείο ρευματοπάθειας
- η δυσκολία να προσαρμοστεί κάποιος σε νέες συνθήκες και να αλλάξει συνήθειες, τρόπους αντιμετώπισης κλπ