rigorous
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rigorous < παλαιά γαλλική rigorous < λατινική rigorosus
Επίθετο
[επεξεργασία]rigorous (en)
- αυστηρός, σχολαστικός, ενδελεχής, πλήρης και σε βάθος
- (μαθηματικά) rigorous definition: αυστηρός ορισμός