rigorous
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rigorous < παλαιά γαλλική rigorous < λατινική rigorosus
Επίθετο[επεξεργασία]
rigorous (en)
- αυστηρός, σχολαστικός, ενδελεχής, πλήρης και σε βάθος
- (μαθηματικά) rigorous definition: αυστηρός ορισμός